ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ




Εισαγωγή


Στην καθημερινή γλώσσα συνήθως λέγεται ασήμι.


Η λέξη ασήμι προέρχεται από την έκφραση "άσημος άργυρος". Ως προς την ετυμολογία της λέξης άργυρος, αυτή προέρχεται από την λέξη "αργός" της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Το επίθετο "αργός" είχε την σημασία "λαμπερός". Από την λέξη άργυρος προήλθε η λατινική λέξη argentum, και από αυτήν η αντίστοιχη λέξη σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες.


Ο άργυρος είναι μέταλλο λευκό, το χημικό του σύμβολο είναι Ag, και είναι μεταξύ των μετάλλων ο καλύτερος αγωγός της θερμότητας και του ηλεκτρισμού. Το ειδικό του βάρος είναι 10,49 gr/cm3. O άργυρος όταν γυαλιστεί, έχει έντονη μεταλλική λάμψη, καθώς επίσης εμφανίζει την μεγαλύτερη επιφανειακή αντανακλαστικότητα από όλα τα μέταλλα, γι’ αυτό χρησιμοποιείται στην κατασκευή καθρεπτών. Δεν οξειδώνεται πολύ κατά την επαφή του με του αέρα και το νερό, παρά μόνον εμφανίζει μία επιφανειακή οξείδωση, λόγω της δημιουργίας ενός λεπτού στρώματος θειούχου αργύρου, Ag2S. Η οξείδωση αυτή δημιουργείται όταν ο άργυρος έρχεται σε επαφή με το θειάφι (π.χ. SO2 ) που υπάρχει στον ατμοσφαιρικό αέρα.


Σπάνια στη φύση βρίσκεται αυτοφυής (καθαρός) άργυρος, αλλά τις μεγαλύτερες ποσότητες τις παίρνουμε από κοιτάσματα, όπου υπάρχουν ενώσεις του αργύρου με άλλα χημικά στοιχεία.



Ιστορία


Κοσμήματα από άργυρο, αλλά και χρηστικά ή διακοσμητικά σκεύη κατασκευάζονταν σε όλες τις ιστορικές περιόδους.


Ειδικά κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και πιο πρόσφατα, στον Ελληνικό χώρο, τα κοσμήματα (που έχουν την ονομασία Παραδοσιακά Ελληνικά Κοσμήματα) και τα εκκλησιαστικά είδη κατασκευάζονταν σχεδόν αποκλειστικά σε ασήμι.


Στην Ελλάδα ο άργυρος ήταν το μέταλλο από το οποίο γίνονταν τα νομίσματα αλλά και η βάση για όλους τους οικονομικούς υπολογισμούς και τις συναλλαγές, όπως ήταν για πολλά χρόνια στη σύγχρονη εποχή ο χρυσός.


Οι Αθηναίοι της κλασικής περιόδου είχαν ορυχεία αργύρου διάσπαρτα σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, τα λεγόμενα αργύρια.


Τα μεγαλύτερα ήταν τα αργύρια του Λαυρίου, που θεωρούνται και η βάση της οικονομικής ισχύος των Αθηνών.


Νομίσματα από άργυρο κατασκεύαζαν επίσης οι κάτοικοι της Λυδίας στην Μικρά Ασία ήδη από το 700 π.Χ. αλλά και πολλοί ακόμα πολιτισμοί και έθνη στην διάρκεια της ιστορίας.


Είναι χαρακτηριστικό ότι σε 14 τουλάχιστον γλώσσες η λέξη "άργυρος" και η λέξη "χρήμα" συμπίπτουν.


Στην ελληνική γλώσσα αργύρια ονομάζονται τα χρήματα (τα 30 αργύρια του Ιούδα), και οι λέξεις φιλάργυρος, αργυραμοιβός, εξαργυρώνω κ.λ.π. έχουν το ίδιο συνθετικό.


Ο άργυρος έχει χρησιμοποιηθεί ευρύτατα και στην παραγωγή φαρμάκων. Από την εποχή του Ιπποκράτη, μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα και την ανακάλυψη των αντιβιοτικών, ένα σημαντικό μέρος των φαρμάκων που παρασκεύαζαν οι άνθρωποι είχε σαν βάση άλατα ή οξείδια αργύρου.


Σήμερα το 33% του παραγόμενου ασημιού, χρησιμοποιείται στην παραγωγή κοσμημάτων, το 3% για παραγωγή νομισμάτων και μεταλλίων, και το υπόλοιπο στη βιομηχανία, όπως π.χ. στις φωτογραφικές πλάκες. Η τιμή του αργύρου είναι η χαμηλότερη από τα τέσσερα πολύτιμα μέταλλα.


Το μεγαλύτερο μέρος του αργύρου παράγεται στο Περού και στο Μεξικό. Για την παραγωγή κοσμημάτων δεν χρησιμοποιείται καθαρός άργυρος, αλλά κράματα που έχουν βελτιωμένες ιδιότητες. Το πιο συνηθισμένο είναι το κράμα sterling silver που περιέχει 925 μέρη καθαρού αργύρου, στα χίλια μέρη κράματος.



Αξία


Το ασήμι είναι πολύ πιο φθηνό από άλλα πολύτιμα μέταλλα όπως ο χρυσός και η πλατίνα.


Ο κύριος παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη κατά την αξία ενός ασημένιου κοσμήματος είναι η τρέχουσα τιμή αγοράς του μετάλλου ανά γραμμάριο.


Κατά γενικό κανόνα, όσο πιο βαρύ είναι ένα ασημένιο κόσμημα, τόσο υψηλότερη είναι και η τιμή του.


Η βασική τιμή είναι ένας υπολογισμός του βάρους του είδους και του τρέχοντος κόστους ανά γραμμάριο, αν και αυτός δεν είναι ο μόνος παράγοντας που συμβάλλει.


Άλλες εκτιμήσεις περιλαμβάνουν το κόστος εργασίας, για παράδειγμα τη σφυρηλάτηση και το φινίρισμα του κοσμήματος, πρόσθετα υλικά όπως ρόδιο ή πολύτιμους λίθους καθώς και το επίπεδο πολυπλοκότητας και δεξιοτεχνίας που απαιτούνται για την ολοκλήρωση του κοσμήματος.




Κοσμήματα από ασήμι